απώστης

απώστης
(Μ ἀπώστης) [απωθώ]
νεοελλ.
όργανο ή εξάρτημα που χρησιμεύει για απώθηση ή για απομάκρυνση
μσν.
αυτός που απομακρύνει, που διώχνει.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀπώστης — one that drives away masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπῶσται — ἀπώστης one that drives away masc nom/voc pl ἀπωθέω thrust away perf ind mp 3rd sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απωστικός — ή, ό (Α ἀπωστικός, ή, όν) [απώστης] ο ικανός ή κατάλληλος για απώθηση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”